τεῖχος

τεῖχος
τεῑχος (-ος, -εος, -ει, -ος; -έων, -έων, -εσιν.)
1 wall ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν i. e. a pyre P. 3.38

μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν P. 4.268

τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. esp. city wall

ἀπὸ τῶν Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον O. 6.99

Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι, καλέσαντο συνεργὸν τείχεος O. 8.33

πρὸ Δαρδάνου τειχέων O. 13.56

ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων I. 4.20

met.,

ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37

πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν; fr. 213. 1.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεῖχος — wall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

  • τείχος — το ους, πληθ. τείχη, τα, ψηλόχτιστο αμυντικό οχύρωμα πόλης ή άλλου χώρου: Τα μακρά τείχη της Αθήνας. – Σινικό τείχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αδριάνειο τείχος — Το Α. ή Ρωμαϊκό Τείχος της Σκοτίας χτίστηκε το 122 126 μ.Χ. για να εξασφαλιστούν οι παραμεθόριες επαρχίες της ρωμαιοκρατούμενης Βρετανίας από τις βόρειες επιδρομές. Είχε μήκος περίπου 117 χλμ., ύψος 5 μ. και πλάτος 2 3 μ. Σύμφωνα με την παράδοση …   Dictionary of Greek

  • Αδριανού, Τείχος — Βλ. λ. Αδριάνειο τείχος …   Dictionary of Greek

  • Σινικό Τείχος — Το μεγάλο τείχος της Κίνας. Κατά την παράδοση οικοδομήθηκε τον 3o αι. π.Χ. από το Σι Χουάνγκ Τι της δυναστείας των Τσ’ ιν. Βλ. λ. Κίνα. Άποψη του Σινικού Τείχους από ψηλά (φωτ. ΑΠΕ) …   Dictionary of Greek

  • Αβώνου τείχος — Αρχαία πόλη της Παφλαγονίας, στον Εύξεινο Πόντο. Αργότερα ονομάστηκε Ινέμπολις, κατά παραφθορά του ονόματος Ιωνόπολις, που της δόθηκε χάρη στην επιμονή κάποιου μάντη, που λεγόταν Αλέξανδρος και διατηρούσε εκεί το μαντείο του. Ο Λουκιανός, στο… …   Dictionary of Greek

  • Ηραίον Τείχος — Αρχαίαμικρή πόλη της Θράκης, αποικία των Σαμίων, μεταξύ Βισάνθης και Περίνθου. Επειδή την πολιορκούσε ο Φίλιππος B’, ζητήθηκε συνδρομή από τους συμμάχους Αθηναίους. Αυτοί ψήφισαν την αποστολή βοήθειας 40 τριηρών και 60 ταλάντων· έδωσαν όμως μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Λευκό Τείχος — Ονομασία αρχαίου τείχους, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν χτισμένο κοντά στη Μέμφιδα της Αιγύπτου. Εκεί κατέφυγαν οι Πέρσες και οι Μήδοι και όσοι από τους Αιγυπτίους δεν είχαν επαναστατήσει εναντίον του Αρταξέρξη Α’ (5ος αι. π.Χ.), όπως… …   Dictionary of Greek

  • Νέον Τείχος — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και φρούριο της Θράκης, η σημερινή Ραιδεστός. Βρισκόταν στα Ν της Βισάνθης και πάνω στην Προποντίδα. 2. Πόλη που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ως μια από τις 11 αιολικές πόλεις. Είχε ιδρυθεί το 1150 π.Χ. από άποικους …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”